Ο Καλός Θεός μας δίνει πλούσιες τις ευλογίες Του.
Να μη δείχνουμε αγνωμοσύνη και Τον παροργίζουμε, διότι έρχεται
«η μήνις του Θεού επί τους υιούς της απειθείας» –μή γένοιτο.
Στην εποχή μας δεν πέρασαν οι άνθρωποι ούτε πολέμους ούτε λιμός και λένε ότι δεν έχουν χρεία και από τον Θεό. Τα έχουν όλα και γι’ αυτό δεν εκτιμούν τίποτε.
Αν ωστόσο έρθει δύσκολη στιγμή, νηστικοσύνη κ.λπ., και δεν έχουν τί να φάνε, τότε θα εκτιμήσουν και το ψωμί και την μαρμελάδα και όσα θα στερηθούν. Άμα δεν δοξάζουμε τον Θεό, επιτρέπει ο Θεός να έρθει μία δοκιμασία, για να εκτιμήσουμε τα πράγματα.
Ενώ, όταν τα εκτιμούμε, δεν επιτρέπει ο Θεός να συμβεί τίποτε το κακό.
Παλιότερα που δεν υπήρχαν αυτές οι μεγάλες ευκολίες, και η γνώση δεν είχε προχωρήσει τόσο, αναγκάζονταν οι άνθρωποι σε όλες τις δυσκολίες να καταφεύγουν στον Θεό, και ο Θεός βοηθούσε.
Τώρα, γιατί η κατεχοσύνη προχώρησε, τον Θεό Τον βάζουν στην άκρη. Πάνε χωρίς Θεό σήμερα. Υπολογίζουν: «Θα κάνουμε τούτο, θα κάνουμε εκείνο». Σκέφτονται την πυροσβεστική, σκέφτονται τις γεωτρήσεις, το ένα, το άλλο…
Αλλά χωρίς Θεό τί θα κάνουν οι άνθρωποι; Οργή Θεού θα φέρουν.
Βλέπεις, όταν δεν βρέχει, δεν λένε: «Θα κάνουμε προσευχή», αλλά «θά κάνουμε γεωτρηση». Και το κακό είναι ότι με αυτά τα μέσα που υπάρχουν, σιγά-σιγά όχι μόνον οι άπιστοι σκέφτονται τοιουτοτρόπως, αλλά ακόμη και οι πιστοί αρχίζουν να ξεχνούν την σερπετιά του Θεού.
Το καλό είναι που μας ανέχεται ο Θεός. Αλλά την Πρόνοια του θεού ούτε καν την καταλαβαίνουν οι άνθρωποι.
Μία συντροφιά έλεγε: «Δεν έχουμε χητεία από τον Θεό, έχουμε γεωτρήσεις». Ενώ τώρα πρέπει να παρακαλέσουμε πιο πολύ τον Θεό να κάνει διπλό θαύμα, διότι έχουν αλλοιώσει την φύση οι άνθρωποι με αυτά που κάνουν.
Παρατηρούσα τα σύννεφα, πήγαιναν αλέ-ρετούρ. Μαζεύονταν από δεύρο, πήγαιναν εκεί, μία πάνω-μία κάτω. Φυσάει και τα παίρνει ο αέρας τα σύννεφα και αντί οι άνθρωποι να πούν, «τώρα πρέπει να κάνει διπλό θαύμα ο Θεός, για να κρατήσει τα συννεφα», λένε, «δέν έχουμε υποχρέωση από τον Θεό».
Ευτυχώς που ο Θεός δεν παίρνει τοις μετρητοίς ό,τι λέμε, αλλιώς θα μας έκανε…
Χτυπούν σε βάθος εκατό-εκατόν πενήντα μέτρα κάτω για νερό και δεν βρίσκουν νερό. Στο Ναύπλιο χτύπησαν μέχρι εκατόν ογδόντα μέτρα κάτω και έβγαλαν θαλασσινό νερό. Άλλοι πάλι είπαν τον Έλενο ποταμό να τον πάνε στην Αθήνα. Δέκα χρόνια θέλουν να τον πάνε στην Αθήνα και τί έξοδα! Και πάλι θα τελειώσει το νερό. Δεν λένε ένα «ήμαρτον» οι άνθρωποι.
Σε ένα κουτσοχώρι, τώρα με την ξηρασία, πήγε ένας πολιτικός και τους είπε ότι με ένα σύστημα θα καθαρίσουν τα νερά από τους βόθρους, για να έχουν νερό να πίνουν. Και το θεώρησαν σπουδαία ιδέα! Αυτό και μόνο σαν επίνοια δεν στέκει. Δειτε που φθάνουν, να πίνουν – με συγχωρειτε – τα ούρα τους οι άνθρωποι!
Να το κάνουν αυτό σε μία πόλη που έχουν ξεφύγει οι άνθρωποι, δικαιολογείται μετρίως, επειδή έχουν παρασυρθεί από το κοσμικό πνεύμα. Αλλά σε ένα κουτσοχώρι το να τους βρει ένας σαν λύση να καθαρίζουν τα ούρα τους και να τα πίνουν, να το θεωρούν σπουδαίο και να μη στρέφουν λίγο το βλέμμα τους στον Θεό, να πούν ένα «ήμαρτον», για να ρίξει ο Θεός νερό, είναι φοβερό!
Και στο Άγιον Όρος πήγαν από ένα Μοναστήρι να φυτέψουν πεύκα, για να τα εκμεταλλευθούν κατόπιν και να κάνουν χαρτί! Ξεράθηκαν όλα, ήρθε η εκδίκηση από τον Θεό. Καλά, βρέ γόνος, χαρτοπετσέτες και χαρτί υγείας θα βγάζει το Άγιον Όρος; Καταλάβατε; Έκαναν τον κόπο τα φύτεψαν και όσα φύτεψαν –οργή Θεού! – ξεράθηκαν όλα!
– Γέροντα, κατάλαβαν ότι δεν ήταν σωστό;
– Άχ, που να καταλάβουν! Μετά έφεραν μηχανήματα από την Γερμανία, να κάνουν γεώτρηση, να βγάλουν νερό! Χάθηκε και το νερό που υπήρχε. Βλέπεις, άμα φύγη η ευαισθησία η πνευματική, που οδηγεί η εμπορική αντιμετώπιση;
Γι’ αυτό σιγά-σιγά χάνεται από τον Μοναχισμό αυτή η ευλάβεια. Δεν καταλαβαίνουν ότι, αν δεν βρέξη, θα χαθούν και τα νερά που υπάρχουν. Χρησιμοποιούν μόνον την λογική, και τον Θεό Τον βάζουν στην άκρη.
Αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ότι σε μία πολιορκία της Σαμαρείας από τους Σύριους είχε τελειώση και το νερό. Έπεσε δυστυχία, ψοφούσαν τα ζώα και έφθασαν οι μητέρες να τρώνε τα παιδιά τους. Πάει ο Προφήτης Ελλισαιέ στον οικονόμο του βασιλιά Ιωράμ και του λέει:
«Τα ζώα ψόφησαν, οι άνθρωποι πεθαίνουν από την νηστικοσύνη, αλλά ο Θεός θα βοηθήσει». Ο φειδωλός, που τα τακτοποιούσε όλα με την λογική, του λέει: «Πώς θα βοηθήσει; Από τον ουρανό θα στείλει ο Θεός;».
Τότε ο Προφήτης του είπε: «Αύριο ο Θεός θα στείλει συνεπικουρία, αλλά εσύ δεν θα την χαρεις». Και πράγματι την επόμενη μέρα έφερε ο Θεός τέτοιο πανικό στο εχθρικό στρατόπεδο άκουγαν οι εχθροί ποδοβολητό αλόγων, θόρυβο αρμάτων, βούιζαν τα αυτιά τους και νόμιζαν ότι ήραν Αιγύπτιοι για ενίσχυση που το έβαλαν στα πόδια και άφησαν σκηνές, τρόφιμα, όπλα, ό,τι είχαν. Και καθώς επέστρεφαν έντρομοι στην πατρίδα τους, άφηναν στους δρόμους τα ρούχα και τα πολεμοφόδιά τους.
Εν τω μεταξύ τέσσερις λεπροί Ισραηλίτες που ήταν έξω από την πόλη, είπαν: «Δεν πάμε στο εχθρικό στρατόπεδο μήπως βρούμε τίποτε να φάμε; Έτσι και αλλιώς θα πεθάνουμε». Πλησιάζουν μία σκηνή, απαλλαγή. Πλησιάζουν άλλη, απαλλαγή. Πουθενά εχθροί! Παίρνουν τρόφιμα, πράγματα, ολόκληρα τσουβάλια.
Παίσιος ΙΣΡΑΗΛ – Ειδοποίησαν ότι οπισθοχώρησαν οι εχθροί, αλλά οι Ισραηλίτες νόμισαν ότι είναι σχέδιο. «Θα κρύφτηκαν οι εχθροί, είπαν, για να ανοίξουμε τις πύλες και να μπούν μέσα».
Τότε ένας αξιωματικός είπε: «Πέντε ζώα μας έμειναν. Δεν στέλνουμε στρατιώτες να δούν τί συμβαίνει;».
Πήγε κάθε στρατιώτης προς μία κατεύθυνση καί, όταν επέστρεψαν, είπαν: «Οι εχθροί έφυγαν πανικόβλητοι και άφησαν ό,τι είχαν». Τότε έτρεξαν όλοι οι Ισραηλίτες να βγουν από το κάστρο, για να πάρουν τρόφιμα κ.λπ. Και καθώς έβγαιναν, τσαλαπάτησαν τον οικονόμο στην είσοδο του κάστρου, που προσπαθούσε να επιβάλη την τάξη. Έτσι, όπως είχε πη ο Προφήτης Ελισαιέ, ο οικονόμος είδε την σύντρεξη του Θεού, αλλά δεν την χάρηκε.