ΠΑΙΣΙΟΣ – ΑΔΙΚΙΑ ή ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ;
Ο δίκαιος άνθρωπος έχει τον Θεό με το μέρος του!
Όλοι οι άνθρωποι δεν χωράνε σ’ αυτόν τον κόσμο σήμερα. Αν κάποιος θέλει να ζήσει τίμια και πνευματικά, δεν χωράει μέσα στον κόσμο.
– Γέροντα, γιατί δεν χωράει;
– Όταν είναι κανείς ευαίσθητος και βρεθεί σε ένα σκληρό περιβάλλον και του κάνουν την ζωή μαύρη, πώς να αντέξει; ή πρέπει να βρίζει κλπ. ή να φύγει. Αλλά και να φύγει δεν μπορεί, γιατί χρειάζεται να ζήσει.
Του λέει το αφεντικό: «Σού έχω εμπιστοσύνη, γιατί δεν κλέβεις, πρέπει όμως να βάζεις και σάπια ανάμεσα στα καλά. Μέσα στις καλές μπάλες τριφύλλι πρέπει να βάλεις και λίγες χωνεμένες»!
Τον βάζει και διευθυντή, για να τον κρατήσει, πρέπει όμως να κάνει και έτσι, γιατί αλλιώς θα τον πετάξει από την δουλειά. Μετά ο καημένος δεν κοιμάται, αρχίζει τα χάπια. Ξέρετε τι τραβάνε οι καημένοι οι άνθρωποι; Τι δυσκολίες, τι εκβιασμούς συναντούν πολλοί στις δουλειές του από τους προϊσταμένους;
Τους κάνουν την ζωή μαύρη.
Να παρατήσουν την δουλειά; Έχουν οικογένεια. Να καθίσουν; Βάσανα. Μπρος βαθύ και πίσω ρέμα, και τα δυο στενά. Πάει να σκάση κανείς. Κάνει υπομονή, παλεύει.
Σε άλλον του αφήνουν όλη την δουλειά και πάει ο συνάδελφος μόνο για να πληρωθεί. Γνωρίζω έναν που ήταν κάπου διευθυντής. Όταν άλλαξαν τα πράγματα, τον έβγαλαν από διευθυντή και έβαλαν άλλον του κόμματος, που ούτε το Λύκειο δεν είχε τελειώσει.
Τον έκαναν διευθυντή, αλλά δεν ήξερε την δουλειά, και έτσι δεν μπορούσαν να πάνε σε άλλη θέση τον προηγούμενο.
Λοιπόν, τι κάνουν;
Βάζουν στον ίδιο χώρο και δεύτερο γραφείο!
Την δουλειά την έκανε ο παλιός διευθυντής και ο νέος καθόταν, τσιγάρο, καφέ, κουβέντα.. Τελείως αναιδής! Δεν του έκοβε κιόλας, έλεγε ό,τι του ερχόταν, και έπεφτε η ευθύνη μετά στον παλιό.
Μέχρι που αναγκάσθηκε να φύγει ο καημένος.
«Μήπως πρέπει να πάω κάπου αλλού; Ο χώρος είναι μικρός, δεν χωράνε δυο γραφεία. Καλύτερα, κάθισε εσύ εδώ»,
του είπε και σηκώθηκε και έφυγε, γιατί του έκανε και την ζωή μαύρη.
Και δεν είναι μία μέρα, δυό. Κάθε μέρα να έχεις έναν τέτοιον στο κεφάλι σου, είναι βάσανο!
Τον δίκαιο άνθρωπο συνήθως οι άλλοι τον σπρώχνουν στην τελευταία θέση ή ακόμη του παίρνουν και την θέση. Τον αδικούν, τον πατούν –“πατούν επί πτωμάτων”, έτσι δεν λέγεται;
Αλλά, όσο οι άνθρωποι τον σπρώχνουν προς τα κάτω, τόσο ο Θεός τον ανεβάζει προς τα άνω σαν τον φελλό. Θέλει όμως πάρα πολλή υπομονή.
Η υπομονή ξεκαθαρίζει πολλά πράγματα. Αυτός που θέλει να ζήση με αρετή και να είναι τίμιος στην δουλειά του, είτε εργάτης είναι είτε έμπορος είτε οτιδήποτε είναι, πρέπει να το πάρει απόφαση ότι, όταν αρχίσει την δουλειά του, θα φθάσει σε σημείο να μην έχει να πληρώσει λ.χ. ούτε τα ενοίκια, αν έχει μαγαζί, για να του έρθει η ευλογία του Θεού.
Όχι όμως να πηγαίνει με τον σκοπό: «Αν φθάσω μέχρις εκεί, μετά θα έχω πελατεία»! Να μην πάει με τέτοιο σκοπό, γιατί τότε ο Θεός δεν θα του δώσει.
Αλλά όταν πει: «Θα ζήσω κατά Θεόν, δεν θα κάνω αδικίες, θα πω ότι αυτό αξίζει πενήντα δραχμές και εκείνο διακόσιες δραχμές», ο Θεός δεν θα τον αφήσει.
Κάποιος άλλος εν τω μεταξύ εκείνο που θα το δίνει αυτός πενήντα δραχμές, θα το δίνει πεντακόσιες δραχμές και θα πλουτίσει. Τελικά όμως ο απατεώνας αυτός θα φθάσει σε σημείο να μην έχει να πληρώσει ούτε τα ενοίκια και θα το κλείσει το μαγαζί του, γιατί ο κόσμος πληροφορείται, ενώ σιγά-σιγά ο τίμιος δεν θα μπορει να τα βγάλει πέρα από την πελατεία που θα έχει, θα παίρνει συνέχεια υπαλλήλους!
Αλλά στην αρχή θα δοκιμαστει. Ο καλός δοκιμάζεται στα χέρια των κακών, περνάει από τα λανάρια.
Όταν πάει κανείς με τον διάβολο, με πονηριές, δεν ευλογεί ο Θεός τα έργα του. ό,τι κάνουν οι άνθρωποι με πονηριά, δεν ευδοκιμεί. Μπορεί να φαίνεται ότι προχωράει, αλλά τελικά θα σωριάσει. Το κυριότερο είναι να ξεκινά κανείς από την ευλογία του Θεού για ό,τι κάνει!
Ο ανθρωπος, οταν ειναι δικαιος, εχει τον Θεο με το μερος του.
και όταν έχει και λίγη παρρησία στον Θεό, τότε θαύματα γίνονται.
πονηριπονη, δικαιούται την θεία βοήθεια. Βαδίζει με τον Χριστό. Πώς να το κάνουμε; την δικαιούται.
Όλη η βάση εκεί είναι. Από ‘κει και πέρα να μη φοβάται τίποτε. Αυτό που έχει σημασία είναι να αναπαύεται ο Χριστός, η Παναγία και οι Άγιοι στην κάθε ενέργειά μας, και τότε θα έχουμε την ευλογία του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων μας, και το Άγιο Πνεύμα θα επαναπαύεται σ’ εμάς.
Η τιμιότης του ανθρώπου είναι το ανώτερο Τιμιόξυλο.
Αν ένας δεν είναι τίμιος και έχει Τιμιόξυλο, είναι σαν να μην έχει τίποτε. Ένας και Τιμιόξυλο να μην έχει, αν είναι τίμιος, δέχεται την θεία βοήθεια. Και αν έχει και Τιμιόξυλο, τότε!
Ο δίκαιος ανταμείβεται και σ’ ετούτη την ζωή
Έχω δει ψυχές που αδικήθηκαν, αλλά υπέμειναν την αδικία με καλούς λογισμούς και τους έλουσε η Χάρις σ’ αυτήν την ζωή.
Πριν από πολλά χρόνια με είχε επισκεφθει ένας ευλαβής Χριστιανός, απλός και καλοκάγαθος, και με παρακάλεσε να ευχηθώ να φωτίσει ο Χριστός τα παιδιά του, όταν ενηλικιωθούν, να μην γογγύσουν κατά των συγγενών για την μεγάλη αδικία που τους είχαν κάνει, και μου διηγήθηκε την υπόθεση.
Όπως είδα, ο άνθρωπος αυτός ήταν πραγματικά άνθρωπος του Θεού. Ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός από πέντε παιδιά της οικογενείας του και μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα τους συμπαραστάθηκε σαν καλός πατέρας στα αδέρφια. Εργάσθηκε σκληρά, απέκτησε και άλλη περιουσία, κτήματα κ.λπ. και αποκατέστησε τις δυο αδερφές τους.
Παντρεύτηκαν και τα μικρότερα αδέρφια του, πήραν όλα τα καλά κτήματα, ελαιώνες κ.λπ. Και σ’ αυτόν άφησαν τα άχρηστα, τα άγονα, κάτι αμμουδιές. Στο τέλος παντρεύτηκε και αυτός και απέκτησε τρία παιδάκια. Ήταν ηλικιωμένος φυσικά και σκεφτόταν τα παιδιά του, όταν μεγαλώσουν, μήπως καταλάβουν την αδικία και γογγύσουν.
Μου έλεγε: «Εγώ δεν στενοχωριέμαι για την αδικία, γιατί διαβάζω το Ψαλτήρι. Ένα Κάθισμα το απόγευμα και δυο Καθίσματα πριν ξημερώσει. Σχεδόν το έμαθα απ’ έξω το Ψαλτήρι. Κανένας Ψαλμός δεν λέει ότι οι άδικοι έκαναν προκοπή. Ενώ τους δικαίους τους σκέφτεται ο Θεός. Εγώ, Πάτερ μου, δεν λυπάμαι τα κτήματα που έχασα, αλλά λυπάμαι τα αδέρφια μου που χάνουν την ψυχή τους.»
Έφυγε μετά ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος και με ξαναεπισκέφθηκε μετά από δέκα χρόνια περίπου, πολύ χαρούμενος, και με ρωτάει:
«Με θυμάσαι, Πάτερ, με θυμάσαι;».
«Ναί», του είπα και τον ρώτησα πώς περνάει.
«Έγινα πλούσιος τώρα», μου απάντησε.
«Και πώς έγινες πλούσιος αδερφέ;».
«Νά, εκείνα τα άχρηστα χωράφια, οι αμμουδιές, πήραν μεγάλη αξία, γιατί ήταν παραθαλάσσια. Αυτήν την φορά ήρθα να μου πεις τι να τα κάνω τα πολλά χρήματα που έχω».
«Να εξασφαλίσεις τα παιδιά σου με ένα σπιτάκι και να κρατήσεις μερικά χρήματα και για τις σπουδές τους, μέχρι να τακτοποιηθούν».
«Έχω και για τα παιδιά μου, μου λέει, αλλά πάλι είναι πολλά».
«Δώσε στους φτωχούς συγγενείς σου πρώτα και μετά σε άλλους φτωχούς».
«Έδωσα, Πάτερ, αλλά πάλι είναι πολλά».
«Δώσε, για να φτιάξουν τον Ναό του χωριού σου και τα εξωκκλήσια».
«Έδωσα, αλλά πάλι είναι πολλά».
Τότε του λέω:
«Θα εύχομαι να σε φωτίζει ο Χριστός, για να κάνεις καλοσύνες εκεί που υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη».
Μετά τον ρώτησα: «Τί κάνουν τα αδέρφια σου; που βρίσκονται;».
Ξέσπασε σε κλάμα και με λυγμούς μου απάντησε:
«Δεν ξέρω, Πάτερ μου, χάθηκαν και τα ίχνη τους. Είχαν πουλήσει τα κτήματα από το χωριό, ελαιώνες και χωράφια, και τώρα δεν ξέρω που βρίσκονται. Είχαν πάει πρώτα στην Γερμανία, μετά στην Αυστραλία και τώρα δεν ακούγονται».
Μετανόησα που τον ρώτησα για τα αδέρφια του, γιατί δεν ήξερα πώς θα λυπηθεί τόσο πολύ. Τον παρηγόρησα μετά και έφυγε ειρηνικός. Του είπα να ευχηθούμε και οι δυο να μάθουμε και γι’ αυτούς χαρούμενες ειδήσεις.
Θυμήθηκα μετά τον Ψαλμό που λέει: «Είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου. Και παρήλθον και ιδού ουκ ήν και ζήτησα αυτόν και ούχ ευρέθη ο τόπος αυτού» .
Αυτό ακριβώς συνέβη με τα ταλαίπωρα αδέρφια του.
Χειροτερο πραγμα απο την αδικια δεν υπαρχει.
Οτιδηποτε κανετε, κοιταξτε να χετε την ευλογια του Θεου.
Πατήστε στο σύνδεσμο παρακάτω για να δείτε όλα τα αποσπάσματα από τους Λόγους του Άγιου Παίσιου: