Η ευχή που βγαίνει από την καρδιά, είναι θεϊκή ευχή!

0
agios-paisios-Ταλαιπωρία Παίσιος, Οργανοπαίχτης, Διοιηκητής, Κέντρο Διερχομένων, Ιερά Μονή Στομίου, Κόνιτσα, Πανήγυρη της Παναγίας
paisios.gr -Ταλαιπωρία, Οργανοπαίχτης, Διοιηκητής, Κέντρο Διερχομένων, Ιερά Μονή Στομίου, Κόνιτσα, Πανήγυρη της Παναγίας

Τώρα να σάς δώσω και εγώ μία… «κατάρα»!

Ο Θεός να πλημμυρίσειτην καρδιά σας με την καλοσύνη Του και την πολλή Του αγάπη, μέχρι που να παλαβώσετε, για να φύγη ο νούς σάς πια από την γη και να βρίσκεται από τώρα κοντά Του στον Ουρανό. Να τρελαθειτε από την θεία τρέλα της αγάπης του Θεού! Να σάς κάψη ο Θεός με την αγάπη Του τις καρδιές σας!

Άλλη φορά μη με αναγκάσετε για δεύτερη, γιατί πιάνει η… «κατάρα» μου (η καλή), επειδή βγαίνει από την καρδιά μου. Και τότε που ήμουν στο Σανατόριο σάς είχα λυπηθει. Οκτώ χρόνια μερικές περίμεναν: «Θα κάνουμε Μοναστήρι», έλεγαν, αλλά το Μοναστήρι δεν γινόταν. Είχαν μαραζώσει. Τότε είπα: «Μόλις βγώ από το νοσοκομείο, θα φυτρώση το Μοναστήρι σαν μανιτάρι.

Σε έναν χρόνο θα είστε στο Μοναστήρι!». Και πράγματι σε έναν χρόνο μέσα έγινε το Μοναστήρι! Το είπα, εκεί πέρα, με την καρδιά μου. Είχατε καλή διάθεση, γι’ αυτό δεν σάς άφησε ο Θεός, αλλιώς δεν εξηγείται!
Όταν πονέσεις έναν άνθρωπο που έχει ταπείνωση και με την καρδιά του σου ζητά να ευχηθεις λ.χ. για ένα πάθος που τον ταλαιπωρεί και του πεις, «μή φοβάσαι, θα γίνεις καλύτερος», του δίνεις τέτοια ευχή, που είναι θεϊκή ευχή.

Έχει πολλή αγάπη, πόνο, και γι’ αυτό πιάνει. Είναι αρεστό στον Θεό, και εκπληρώνει ο Θεός την ευχή. Δηλαδή και μόνον ο πόνος που νιώθει κανείς για κάποιον είναι σαν ευχή.
Μία φορά, όταν ήμουν στρατιώτης, με έστειλε ο Διοικητής να εκπληρώσω ένα τάμα σε ένα εξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, γιατί τότε με τον πόλεμο μας είχε βοηθήσει ο Άγιος. Θα πήγαινα να πάρω δύο μανουάλια για το εκκλησάκι και παράλληλα θα συνόδευα και κάποιον που ήταν να περάση από Στρατοδικείο στην Ναύπακτο.

Οι άλλοι είπαν στον Διοικητή: «Βρήκες άνθρωπο να τον παραδώση!». Ήταν από την Ήπειρο ο καημένος, οργανοπαίκτης, φτωχός, παντρεμένος, με παιδιά, και είχε κατηγορηθή ότι αυτοτραυματίσθηκε, για να γλυτώση τον πόλεμο. Σού λέει: «Καλύτερα να είμαι με ένα πόδι παρά να σκοτωθώ». Κατεβήκαμε στο Αγρίνιο, είχε κάποιους γνωστούς εκεί. «Να πάμε να τους δώ», μου λέει. «Να πάμε», του λέω. «Να πάμε εδώ, να πάμε εκεί», τί να κάνω, πήγαινα και εγώ μαζί του. Μεγάλη ταλαιπωρία!

Και δεν ήθελε να πάω να τον παραδώσω. Τον λυπόμουν και εγώ, τον καημένο. Τον πόνεσα πάρα πολύ και του λέω:

Η ευχή που βγαίνει από την καρδιά
Η ευχή που βγαίνει από την καρδιά

«Θα δής, εσύ θα περάσης καλύτερα από όλους! Και ο Διοικητής θα στείλη καμμιά επιστολή και θα σε βάλουν σε καμμιά υπηρεσία, θα οικονομήσης και τα παιδιά σου και θάχης εξασφαλισμένη και την ζωή σού».

Τελικά, όταν φθάσαμε στην Ναύπακτο, μαθαίνουμε ότι είχε στείλει ο Διοικητής επιστολή και απαλλάχθηκε, αλλιώς είχε ντουφέκισμα. Εν καιρώ πολέμου είναι αυστηρά τα πράγματα. Τον λυπήθηκε ο Διοικητής, επειδή ήταν οικογενειάρχης, και τον έβαλαν μάγειρα στο Κέντρο Διερχομένων. Έφερε και την οικογένειά του κοντά και πέρασε την καλύτερη ζωή από όλους. Και επειδή οι στρατιώτες δεν πήγαιναν πάντοτε εκεί να φάνε, περίσσευε φαγη¬τό, και τάιζε και τα παιδιά του.

Όλοι μετά του έλεγαν: «Εσύ πέρασες καλύτερα από όλους μας». Γιατί εμείς οι άλλοι ήμασταν πάνω στα βουνά, στα χιόνια. Ήταν ευάρεστο στον Θεό αυτό που του είχα ευχηθή, γιατί το είπα με πόνο, μέσα από την καρδιά μου, και γι’ αυτό το έκανε ο Θεός.
Θυμάμαι μία άλλη περίπτωση πάλι, στην Κόνιτσα, όταν ήμουν στην Ιερά Μονή Στομίου. Μετά την Πανήγυρη της Παναγίας στις 8 Σεπτεμβρίου, οι προσκυνητές τα είχαν αφήσει όλα άνω-κάτω. Εκεί που τακτοποιούσα κάτι, βλέπω, κάθησε η αδελφή μου και μία άλλη κοπέλα να συμμαζέψουν. Αυτή η καημένη είχε ακόμη δύο αδελφές η μία μικρότερη  οι οποίες είχαν παντρευτή, και αυτή είχε μείνει ακόμα ανύπανδρη.

Τί φιλότιμο είχε! Κάθησε και τα τακτοποίησαν όλα και στο τέλος μου λέει: «Αν χρειάζεται, Πάτερ, να καθισουμε να κάνουμε και τίποτε άλλες δουλειές». «Τόσο πολύ φιλότιμο!». λέω μέσα μου. Πάω στο Εκκλησάκι και λέω με όλη την καρδιά μου: «Παναγία μου, οικονόμησε την εσύ. Εγώ δεν έχω τί να της δώσω» καί να είχα, δεν θα το δεχόταν κιόλας. Έ, μόλις πήγε στο σπίτι της, την περίμενε ένας που ήμασταν μαζί στρατιώτες, ένα πολύ καλό παιδί, κομμάτι μάλαμα και από καλή οικογένεια. Παντρεύτηκαν, μία χαρά! Πώς την πλήρωσε η Παναγία!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ