ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2- Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ ΤΟΥ ΙΩΒ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ ΤΟΥ ΙΩΒ |
Η δεύτερη δοκιμασία της πίστης και της ευσέβειας του Ιώβ Ιώβ. 2,1 Ἐγένετο δὲ ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη καὶ ἦλθον οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ παραστῆναι ἔναντι Κυρίου, καὶ ὁ διάβολος ἦλθεν ἐν μέσῳ αὐτῶν παραστῆναι ἐναντίον τοῦ Κυρίου. Ιώβ. 2,1 Καποιαν άλλην ημέραν, όπως η προηγηθείσα, ήλθον οι άγγελοι του Θεού, να παρουσιασθούν ενώπιον του Κυρίου. Και ο διάβολος ήλθεν εν μέσω αυτών, να παρουσιασθή πάλιν ενώπιον του Κυρίου. Ιώβ. 2,2 καὶ εἶπεν ὁ Κύριος τῷ διαβόλῳ· πόθεν σὺ ἔρχῃ; τότε εἶπεν ὁ διάβολος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου· διαπορευθεὶς τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν καὶ ἐμπεριπατήσας τὴν σύμπασαν πάρειμι. Ιώβ. 2,2 Ο Κυριος ηρώτησε τον διάβολον· “από που, συ ερχεσαι;” Τοτε ο διάβολος απήντησε προς τον Κυριον· “περιήλθα την υπό τον ουρανόν γην, περιεπάτησα μέσα εις ολόκληρον την οικουμένην και ιδού είμαι παρών έδώ”. Ιώβ. 2,3 εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν διάβολον· προσέσχες οὖν τῷ θέραποντί μου Ἰώβ, ὅτι οὐκ ἔστι κατ᾿ αὐτὸν τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ἄνθρωπος ὅμοιος αὐτῷ, ἄκακος, ἀληθινός, ἄμεμπτος, θεοσεβής, ἀπεχόμενος ἀπὸ παντὸς κακοῦ; ἔτι δὲ ἔχετε ἀκακίας· σὺ δὲ εἶπας τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ διακενῆς ἀπολέσαι. Ιώβ. 2,3 Ο δε Κυριος είπε τότε προς τον διάβολον· “εδωσες λοιπόν προσοχήν στον δούλον μου τον Ιώβ και επείσθης εκ των πραγμάτων, ότι δεν υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων της γης άλλος όμοιος προς αυτόν, άκακος, ακέραιος, άμεμπτος, θεοσεβής, ο οποίος απέχει από κάθε κακόν; Ακόμη δε και εν μέσω αυτών των μεγάλων συμφορών κρατεί την αθωότητά και αγαθότητά του. Συ όμως είχες είπει ότι θα με εβλασφήμει, αν σε άφηνα να του κατάστρεψης όλα τα υπάρχοντά του”. Ιώβ. 2,4 ὑπολαβὼν δὲ ὁ διάβολος εἶπε τῷ Κυρίῳ· δέρμα ὑπὲρ δέρματος· καὶ πάντα, ὅσα ὑπάρχει ἀνθρώπῳ, ὑπὲρ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἐκτίσει· Ιώβ. 2,4 Ο διάβολος λαβών τον λόγον είπε προς τον Κυριον· “δια να σώση κανείς το δέρμα του ευχαρίστως δίνει άλλο δέρμα. Ολα όσα έχει ο άνθρωπος ημπορεί να τα θυσιάση, αρκεί να διατηρήση έτσι την ζωήν του. Ιώβ. 2,5 οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ ἀποστείλας τὴν χεῖρά σου ἅψαι τῶν ὀστῶν αὐτοῦ καὶ σαρκῶν αὐτοῦ· ἦ μὴν εἰς πρόσωπόν σε εὐλογήσει. Ιώβ. 2,5 Απλωσε όμως το χέρι σου, κτύπησέ τον εις τα κόκκαλά του και εις τας σάρκας του· τότε υπό το κράτος του ατομικού του πόνου, θα βλασφημήση αναισχύντως το πρόσωπόν σου”. Ιώβ. 2,6 εἶπε δὲ ὁ Κύριος τῷ διαβόλῳ· ἰδοὺ παραδίδωμί σοι αὐτόν, μόνον τὴν ψυχὴν αὐτοῦ διαφύλαξον. Ιώβ. 2,6 Ο Κυριος είπε τότε στον διάβολον· “ιδού· παραδίδω αυτόν εις την εξουσίαν σου, να του επιφέρης τα δείνα, που είπες. Πρόσεξε όμως να διαφυλάξης την ζωήν του”. Ιώβ. 2,7 Ἐξῆλθε δὲ ὁ διάβολος ἀπὸ προσώπου Κυρίου καὶ ἔπαισε τὸν Ἰὼβ ἕλκει πονηρῷ ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς. Ιώβ. 2,7 Ο διάβολος εβγήκεν από την παρουσίαν του Κυρίου και εκτύπησε τον Ιώβ με τρομεράς πληγάς, από κεφαλής μέχρι ποδών. Ιώβ. 2,8 καὶ ἔλαβεν ὄστρακον, ἵνα τὸν ἰχῶρα ξύῃ, καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τῆς κοπρίας ἔξω τῆς πόλεως. Ιώβ. 2,8 Ο Ιώβ επήρε τότε ένα σύντριμμα από πήλινον αγγείον και έξυε τας πυορροούσας πληγάς του. Εκάθητο δε επάνω εις ένα σωρόν απεξηραμμένης κοπριάς έξω από την πόλιν μόνος. Ιώβ. 2,9 Χρόνου δὲ πολλοῦ προβεβηκότος εἶπεν αὐτῷ ἡ γυνὴ αὐτοῦ· μέχρι τίνος καρτερήσεις λέγων· Ιώβ. 2,9 Αφού επέρασε πολύς χρόνος εις την κατάστασιν αυτήν, του είπε τότε η γυναίκα του· “Εως πότε θα δείχνης αυτήν την καρτερίαν λέγων· Ιώβ. 2,9α ἰδοὺ ἀναμένω χρόνον ἔτι μικρὸν προσδεχόμενος τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μου; Ιώβ. 2,9α Θα περιμένω ολίγον ακόμη χρόνον και έχω την ελπίδα, ότι θα εύρω την θεραπείαν μου και θα απαλλαγώ από την όδυνηράν αυτήν κατάστασιν; Ιώβ. 2,9β ἰδοὺ γὰρ ἠφάνισταί σου τὸ μνημόσυνον ἀπὸ τῆς γῆς, υἱοὶ καὶ θυγατέρες, ἐμῆς κοιλίας ὠδῖνες καὶ πόνοι, οὓς εἰς τὸ κενὸν ἐκοπίασα μετὰ μόχθων· Ιώβ. 2,9β Ιδού όμως ότι η ανάμνησίς σου έσβησεν από την γην, διότι τα παιδιά και τα κορίτσια σου, πόνοι της κοιλίας μου, και κόποι της ζωής μου, εξηφανίσθησαν. Ματαίως, λοιπόν, εκοπίασα και υπεβλήθην εις τόσους κόπους δια να τα μεγαλώσω. Ιώβ. 2,9γ σύ τε αὐτὸς ἐν σαπρίᾳ σκωλήκων κάθησαι διανυκτερεύων αἴθριος, Ιώβ. 2,9γ Συ δε ο ίδιος κάθεσαι επάνω εις την σαπίλαν των σκωλήκων και διανυκτερεύεις με πολλούς πόνους στο υπαιθρον. Ιώβ. 2,9δ κἀγὼ πλανῆτις καὶ λάτρις, τόπον ἐκ τόπου περιερχομένη καὶ οἰκίαν ἐξ οἰκίας, προσδεχομένη τὸν ἥλιον πότε δύσεται, ἵνα ἀναπαύσωμαι τῶν μόχθων μου καὶ τῶν ὀδυνῶν, αἵ με νῦν συνέχουσιν· ἀλλὰ εἰπόν τι ῥῆμα πρὸς Κύριον καὶ τελεύτα. Ιώβ. 2,9δ Εγώ δε περιπλανώμαι, σαν καμμία υπηρέτρια και ζητιάνα, μεταβαίνουσα από τον ένα τόπον στον άλλον, από την μίαν οικίαν εις την άλλην και περιμένω πότε να δύση ο ήλιος, δια να αναπαυθώ από τους σωματικούς κόπους και τας ψυχικάς οδύνας, αι οποίαι τώρα με πιέζουν και με περισφίγγουν. Είπέ, λοιπόν, ένα λόγον εναντίον του Κυρίου και δώσε ένα τέλος εις την βασανισμένην σου ζωήν”. Ιώβ. 2,10 ὁ δὲ ἐμβλέψας εἶπεν αὐτῇ· ἵνα τί ὥσπερ μία τῶν ἀφρόνων γυναικῶν ἐλάλησας οὕτως; εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσομεν; ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς συμβεβηκόσιν αὐτῷ οὐδὲν ἥμαρτεν Ἰὼβ τοῖς χείλεσιν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ιώβ. 2,10 Ο Ιώβ παρετήρησεν αυτήν κατάματα και είπε· “διατί ωμίλησες κατ’ αυτόν τον τρόπον, ως εάν είσαι μία από τας απερισκέπτους και ανοήτους γυναίκας; Εάν τα αγαθά ευχαρίστως εδέχθημεν από τα χέρια του Κυρίου, τας θλίψεις και τας συμφοράς δεν θα τας υπομείνωμεν;” Εις όλας αυτάς τας συμφοράς, που επέπεσαν εναντίον του, ο Ιώβ δεν ημάρτησε καθόλου και δεν εβγήκε λόγος παραπόνου από τα χείλη του εναντίον του Θεού.
Επίσκεψη των φίλων του Ιώβ Ιώβ. 2,11 ἀκούσαντες δὲ οἱ τρεῖς φίλοι αὐτοῦ τὰ κακὰ πάντα τὰ ἐπελθόντα αὐτῷ, παρεγένοντο ἕκαστος ἐκ τῆς ἰδίας χώρας πρὸς αὐτόν· Ἐλιφὰζ ὁ Θαιμανῶν βασιλεύς, Βαλδὰδ ὁ Σαυχαίων τύραννος, Σωφὰρ ὁ Μιναίων βασιλεύς, καὶ παρεγένοντο πρὸς αὐτὸν ὁμοθυμαδόν, τοῦ παρακαλέσαι καὶ ἐπισκέψασθαι αὐτόν. Ιώβ. 2,11 Οι τρεις φίλοι του Ιώβ όταν επληροφορήθησαν όλας αυτάς τας συμφοράς, αι οποίαι επέπεσαν εναντίον του, εξεκίνησεν ο καθένας από την ίδικήν του χώραν και ήλθον προς αυτόν. Ο Ελιφάζ ο βασιλεύς Θαιμανών, ο Βαλδάδ ο άρχων των Σαυχαίων και ο Σωφάρ ο βασιλεύς των Μιναίων. Αυτοί λοιπόν ήλθον προς τον Ιώβ με μιαν ψυχήν και κατόπιν κοινής συμφωνίας, δια να τον επισκεφθούν και τον παρηγορήσουν. Ιώβ. 2,12 ἰδόντες δὲ αὐτὸν πόῤῥωθεν οὐκ ἐπέγνωσαν· καὶ βοήσαντες φωνῇ μεγάλῃ ἔκλαυσαν ῥήξαντες ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ στολήν. καὶ καταπασάμενοι γῆν Ιώβ. 2,12 Οταν δε από μακράν τον είδαν, δεν τον ανεγνώρισαν. Εβγαλαν μεγάλην οδυνηράν κραυγήν, έκλαυσαν και διέρρηξαν ο καθένας την στολήν του. Αφού δε έρριψαν χώμα εις τας κεφαλάς των, εις έκφρασιν της οδύνης των, Ιώβ. 2,13 παρεκάθισαν αὐτῷ ἑπτὰ ἡμέρας καὶ ἑπτὰ νύκτας, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν ἐλάλησεν· ἑώρων γὰρ τὴν πληγὴν δεινὴν οὖσαν καὶ μεγάλην σφόδρα. Ιώβ. 2,13 εκάθησαν πλησίον του Ιώβ επί επτά ημέρας και επτά νύκτας, και κανείς από αυτούς δεν ήνοιξε το στόμα του να ομιλήση, διότι έβλεπαν κατάπληκτοι, ότι το κτύπημα ήτο πάρα πολύ οδυνηρόν και μεγάλο.
|